Ειχε ξημερωσει πια..
Το σπιτι μυριζε τσιγαρο και αλκοολ, ειχε καλεσει ολους τους "φιλους" και γνωστους, ηρθαν ολοι.
Να σμιξουν τις μοναξιες τους.
Χριστουγεννα χωρις πνευμα , χωρις χιονι, χωρις καλαντα .
Ειχε πει πως θα διωξει ολα τα παιδακια που θα ελεγαν τα καλαντα, σαν να απεπνεε την μιζερια της το κουδουνι ,κανενα χερι παιδικο δεν το αγγιξε και ας περιμενε με το μανιασμενο εγω της να τους δειξει.
Ηρθαν ολοι, φτιασιδωμενοι και γυαλιστεροι μεστα καλα τους ρουχα ,τοσο δεν εμοιαζαν στους εαυτους τους που ηταν σαν να συστηνοταν πια απτην αρχη, αλλωστε και εκεινη δεν ηταν και τοσο ο εαυτος της τον τελευταιο καιρο, την ειχαν απολυσει και οι κανονικοι της φιλοι ειχαν μεταναστευσει ,της ειχαν απομεινει λοιπον οι "φιλοι".
Επινε απο νωρις εκεινο το απογευμα, μαγειρευε και τραγουδουσε παραφωνα μεχρι που ο γειτονας χτυπησε με το μπαστουνι του τον τοιχο, καμμια ελπιδα για αυθορμητισμο το 2012 και οι τοιχοι ειχαν αυτια (αυτια ξωτικου λογω κρασιου, με αυτη την σκεψη γελασε μ…
το κοριτσι που μιλουσε στο ουρανιο τοξο.